πηγήν, τήν
Ερμηνεία:
πηγήν, τήν [η πηγή, της πηγής, αι πηγαί, ων πηγών (τόπος από τον οποίο αναβλύζει φυσικό νερό και αρχίζει η ροή ενός ρυακίου ή ποταμού)]
Ετυμολογία:
[(Όμηρ.) πηγή, Καινή Διαθήκη . 11 φορές]
Βιβλιογραφική Τεκμηρίωση:
… Ἔβαλεν εις την πηγήν, δια να κρυολογήση, το παγούρι με το ρακί.. [Άσπρη σαν το χιόνι].…[Άσπρη σαν το χιόνι]
Συνώνυμα:
© Δρ. Δημήτριος Ν. Γκέλης, Ιατρός, Οδοντίατρος, Ωτορινολαρυγγολόγος,
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αθηνών
Άλλες λέξεις στην κατηγορία Παπαδιαμάντης Α.:
|